- πρασινώ
- -όω, Α [πράσινος]1. κάνω κάτι πράσινο, το πρασινίζω2. παθ. πρασινοῡμαι, -όομαιείμαι ή γίνομαι πράσινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρασίνῳ — πράσινος leek green masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπρασινώ — όω, Α 1. κάνω κάτι καταπράσινο, εντελώς πράσινο 2. παθ. περιπρασινοῡμαι, όομαι (για γη) γίνομαι καταπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρασινῶ «πρασινίζω, κάνω κάτι πράσινο»] … Dictionary of Greek